- τηλεγραφικός
- [тилэграфикос]εκ. телеграфный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τηλεγραφικός — ή, ό, Ν 1. τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεγραφία και στον τηλεγραφητή (α. «τηλεγραφική επικοινωνία» β. «τηλεγραφικό σήμα») 2. μτφ. πολύ σύντομος, επιγραμματικός, λακωνικός («τηλεγραφική διατύπωση») 3. φρ. α) «τηλεγραφική γραμμή»… … Dictionary of Greek
τηλεγραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τηλεγραφία ή τον τηλέγραφο: Τηλεγραφικά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek
τηλεγραφόξυλο — το τηλεγραφικός στύλος όπου στηρίζονται εναέρια σύρματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)